Η σιωπη μου εμαθε να γραφω το Οχ με ομικρον.

Με εμαθε να αλειφω κορμια με σαλιο σαλιγκαριων, να τα μισοζωγραφιζω με κιτρινο και μωβ και να τα εκθετω στην εισοδο προς πειραια στη Βικτωρια, πουλωντας τα για 199 δακρυα απο κρεμμυδια.

Με εμαθε πως τα γραφεια συνοικεσιων παρακολουθουν το τηλεφωνο μου.

Μ εμαθε οτι μ αρεσει να μυριζει ναυλον κ ανθρωπους κατω απ το στηθος, τα μυστικα οσων ξεφορτωνουν ρεγγα στην ιχθυοσκαλα κ οτι τα αποδημητικα πουλια κατουρησαν φευγοντας φετος εκεινο το γιγαντιο φαλλο στη μεση της πολης κ τρεχουν πρασινα υγρα απο πανω του τις βροχερες μερες, γι αυτο λενε στις ειδησεις πως το πρασινο ειναι το χρωμα της ελπιδας.

Μ εμαθε πως οι τελευταιοι παγοι του κοσμου λιωνουν στο βυζι μου κ ξεδιψανε καθε ανοιξη τα χελιδονια.

Μ εμαθε να ιππευω ηρωες του 45 κ ν αφηνω με αστειο τροπο ανοιχτα τα ποδια μου στις απολαυσεις σαν οιδιποδας στη βαρβακειο.

Να παρακαλαω για συγγχωρεση και να υπονομευω την ανακουφιση μου λανσαροντας τα εσωρουχα της λαικης κατω απ το σπιτι μου.

Να τραγουδαω αμφιλεγομενα ποιηματα στα βουλγαρικα σε πανδοχεια με ανθρωπους καφε.

Να ασπριζω με κρυα χερια την επινενοημενη μου εαυτη, ισορροπωντας σε τυχαιους αναστεναγμους ηδονης, ετοιμους να εκραγουν και να με σκορπισουν στους αφορισμους μου.

Να ξεπληρωνω τα χρεη μου προσφεροντας χυμο κερασι, να απλωνω ζεστο λιπος στα μαλακα κρανια των ανδρων που καθονται στην κεφαλη των τραπεζιων και να κανω πυελικες ασκησεις στα εξομολογητηρια.

Να μουρμουριζω τραγουδια του βλασση μπονατσου σε οστα κατσικιων, να τρεφομαι απ την αλμυρα του ιδρωτα που μαζευεται στη γραμμη της ζωης των θαρραλεων και να τους λεω το μελλον.

Μεσα στη σιωπη, εβαψα πορτοκαλι τις ασπρες μου τριχες και παρηκμασα στα υπογεια της πλατειας αμερικης, ξυπνωντας με ορεξη να φαω σπορακια στον ταφο του ανδρεα παπανδρεου και να κανω γλυκο με νερατζι και τα δακρυγονα που μασησα ενα βραδυ στην πλατεια κανιγγος.

Η σιωπη με εμαθε κατι πολυτιμο. Οτι δεν υπαρχει ηπια διαμαρτυρια.